πρόπτυξη

πρόπτυξη
[-ις (-εως)] η спорт, сгибание рук перед грудью на уровне плеч

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πρόπτυξη" в других словарях:

  • πρόπτυξη — η, Ν [προπτύσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προπτύσσω, μάζεμα προς τα εμπρός, ζάρωμα 2. (αθλ.) κάμψη και τών δύο χεριών στο ύψος τού στήθους έτσι ώστε οι παλάμες, οι βραχίονες και τα αντιβράχια να βρίσκονται στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»